Wednesday, August 29, 2018

Μπορεῖ κανείς νά σωθῆ χωρίς πνευματικό καί χωρίς ἐξομολόγηση; ( Γέροντος Κλεόπα Ηλίε )



Όχι. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί, ούτε λαϊκοί ούτε μοναχοί ούτε κληρικοί, χωρίς την εξομολόγηση των αμαρτιών και χωρίς τη λύση από τον πνευματικό, κατά τον λόγο του Κυρίου που λέει: «λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20, 23). Και σε άλλο χωρίο: «όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ. Και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. 18, 18).
Επομένως, πώς θα μπει κανείς στη βασιλεία των ουρανών, μη όντας λελυμένος στη γη από τις αμαρτίες του; Διότι η εξουσία αυτή δόθηκε μόνο στους εκλεκτούς, δηλαδή στους Αποστόλους, στους Επισκόπους και στους Ιερείς, και όχι στους λαϊκούς.


Πρέπει όλοι να έχουμε τους πνευματικούς μας και να εξομολογούμεθα τακτικά, ακόμα και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ετσι μας διδάσκει ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης: «εάν είπωμεν οτι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ίω. 1, 8-9). Και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δείχνει λέγοντας: «Όλοι πρέπει να μετανοήσουμε, και λαϊκοί και μοναχοί και ιερείς και αρχιερείς. Να μετανοήσουμε όλοι (να εξομολογηθούμε), για να σωθούμε». Χωρίς εξομολόγηση, κανείς δεν μπορεί να σωθεί, επειδή «πολλά γαρ πταίομεν άπαντες» (Ιακώβου 3, 2). Πας άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννιέται με αμαρτίες (Γεν. 8, 21˙ Ψαλ. 50, 6˙ Ματθ. 7, 11˙ Ρωμ. 3, 11). Η Αγία Γραφή μας δείχνει ότι «η δε αμαρτία γεννά τον θάνατον» (Ιακ. 1, 15) και ότι «τίποτα ακάθαρτο δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών». Να ενθυμούμαστε ότι «αμαρτία είναι η καταπάτηση του νόμου του Θεού και ακαθαρσία ενώπιον Του», και ότι η οργή του Κυρίου έρχεται πάνω στους κακούς και αμαρτωλούς, οι οποίοι πεθαίνουν ανεξομολόγητοι και χωρίς μετάνοια. Οι αμαρτωλοί, δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, στρέφουν την δίκαιη οργή του Θεού και αποκτούν την σωτηρία, των ψυχών τους….


http://orthodox-answers.blogspot.gr/2013/02/blog-post.html

Saturday, August 25, 2018

Είθε ο Θεός να μάς αξιώσει να μας βρει η ώρα του θανάτου σε καλή πνευματική κατάσταση... ( Γερόντισσα Μακρίνα )


Είθε ο Θεός να μάς αξιώσει να μας βρει η ώρα του θανάτου σε καλή πνευματική κατάσταση. 
Να ικετεύουμε τους Αγγέλους μας, τους Αγίους μας και την Παναγία μας... 
Να γίνουμε ένας χορός, να ‘μαστε όλοι μαζί στον Παράδεισο.


Γερόντισσα Μακρίνα

Tuesday, August 21, 2018

Ο ασκητής και αναχωρητής ( Γεροντικό )



Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου.


Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος, δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».

Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν».

Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια». 

Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ. 

Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον». 

Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα. 

Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».


Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με».
Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη. 

Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση. 

Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη. 

Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».
Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση. 

Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής. 

Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον. 

Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού, διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν. 

Από το Γεροντικό

Sunday, August 19, 2018

Δέν πρέπει οὔτε γιά ἀστεῖο νά ἐπικαλούμαστε τόν διάβολο



Στην Σκήτη του Αγ. Παντελεήμονος στο Κουτλουμούσι, ο μοναχός Ιωσήφ, θέλησε να επισκευάσει, στο πάτωμα της καλύβας του, ένα σανίδι που είχε σπάσει. Καθάρισε το σάπιο, πήρε με ακρίβεια τα μέτρα, έκοψε το σανίδι και πήγε να το τοποθετήσει. Όταν το έβανε στη θέση του, το σανίδι ήταν μεγαλύτερο. Το πήρε, έκοψε το περίσσιο και πήγε πάλι να το τοποθετήσει. Το είδε πως ήταν μικρότερο απ΄ ότι έπρεπε.
Ο Γέρο – Ιωσήφ, ήταν μαραγκός στο επάγγελμα. Παίρνει για δεύτερη φορά τα μέτρα, κόβει άλλο σανίδι στα μέτρα που χρειάζονταν με ακρίβεια, πήγε να το βάλει στη θέση του, αλλά και πάλι περίσσευε, το έκοψε, κι όταν πήγε να το καρφώσει, έγινε μικρότερο. Τότε έχασε την υπομονή του και με θυμό είπε : «Άει στο διάβολο, διάβολε, τί έχεις, τί να σου κάμω για να ταιριάξεις ; Τέσσερις φορές σε μέτρησα και τέσσερις σε έκοψα, τώρα τί διάβολο έχεις και δεν ταιριάζεις» ;
Ο ταλαίπωρος αυτός μοναχός, αντί να ειπεί την ευχή και να επικαλεστεί τη θεία βοήθεια στην εργασία του, προτίμησε να μνημονεύσει τον διάβολο, ο οποίος δεν άργησε αλλά κάτι τέτοιες ευκαιρίες ζητάει, γι΄ αυτό παρουσιάστηκε μπροστά του, ο διάβολος, μ΄ όλη την αγριωπή μορφή του και του είπε : «Με φώναξες γέροντα, τί είναι, τί θέλεις ; Εδώ είμαι ΄ γω για να σε βοηθήσω».
Ο Γέρο – Ιωσήφ τρομαγμένος έκαμε το σταυρό του, παράτησε το σανίδι κι έτρεξε στον Πνευματικό του να εξομολογηθεί, αλλά από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια και δεν μπορεί να συνέλθει, του έμεινε ο φόβος και μια αφηρημάδα στο μυαλό, σαν αντιμισθία από τον διάβολο.
Τούτο ας γίνει μάθημα σε όλους, μικρούς και μεγάλους, να μη λένε το διάβολο, ούτε για αστεία. Επειδή, ο διάβολος βάνει τον άνθρωπο να θυμώνει και στον θυμό του επάνω, τον βάνει να βρίζει ή να βλασφημεί τα θεία, κι αν δεν κατορθώσει τούτο, τον πείθει να ειπεί στον συνάνθρωπό του, στον αδελφό του, στο παιδί του, ή και στον εαυτό του ακόμη, «Άει στο διάβολο». Τούτο γίνεται κακίστη συνήθεια και πολλοί γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στον διάολο.
Ενώ μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήσει καλές συνήθειες κι αντί να λέει «άει στο διάβολο», να λέει «άει στην ευχή» ή «άει στο καλό σου» ή όπως συνηθίζουν οι πατέρες να λένε «να σε πάρει η ευχή» ή «ο Θεός να σ΄ ελεήσει», που είναι το καλύτερο απ΄ όλα. Έτσι συνηθίζει ο άνθρωπος να εύχεται και να λέει πάντοτε τα καλά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή «ευλογείτε και μη καταράσθε» (Ρωμ. 12, 14».

ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄

Wednesday, August 15, 2018

Οἱ τελευταῖες στιγμές τῆς Παναγίας



Ἰωάννης ὁ Γεωμέτρης

Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ λοιπόν ἔδειξε στούς Ἀποστόλους, πού ἤδη τό γνώριζαν, τό σύμβολο τῆς ἀναχωρήσεώς της, τό φοίνικα, τούς μετέδωσε ἐπίσης εὐλογία καί ἀνάλογη παρηγοριά καί ἀφοῦ τούς μίλησε γιά τήν ἔξοδό της καί τούς προθυμοποίησε γιά τό κήρυγμα, τούς εἶπε μέ λίγα λόγια ὁλόκληρη τήν οἰκονομία τῆς ἀποστολῆς τους. Ἔπειτα ἀσπάσθηκε τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους Ἀποστόλους, “χαίρετε”, λέγοντας, “τέκνα καί φίλοι καί μαθηταί τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ μου καί νά αἰσθάνεστε εὐτυχεῖς, πού ἀξιωθήκατε τέτοιο δάσκαλο καί Δεσπότη καί νά ὑπηρετεῖτε τέτοια μυστήρια καί νά μετέχετε τῶν διωγμῶν καί τῶν παθημάτων του, γιά νά γίνετε κοινωνοί τῆς δόξας καί τῆς Βασιλείας Του”.


Ἀφοῦ τούς μίλησε γιά τά τελευταία γεγονότα, τούς ζήτησε νά ψάλλουν τούς ἐπιτάφιους ὕμνους, ἐνῶ Ἐκείνη ἄρχισε τίς πρός τόν Θεό εὐχαριστίες της. Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ «Σέ εὐλογῶ”, ἔλεγε, “Δέσποτα καί Θεέ καί Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ προανάρχου σου Πατρός καί δικέ μου υἱέ, τῆς δούλης σου, γιά τήν φιλανθρωπία σου. Σέ εὐλογῶ, πού μᾶς λύτρωσες ἀπό τήν κατάρα καί μᾶς ἔδωσες τήν εὐλογία. Σέ εὐλογῶ τόν αἴτιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν μας, τῆς ζωῆς, τοῦ φωτός, τῆς εἰρήνης, τῆς δυνατότητας νά γνωρίσουμε τόν Πατέρα σου καί τό συνάναρχό σου καί ζωοποιό Πνεῦμα.

Σέ εὐλογῶ Λόγε, πού εὐλόγησες τήν κοιλιά μου κατοικώντας σ’ αὐτὴ μέ ἀνέκφραστο τρόπο. Σέ εὐλογῶ, πού μέ τέτοιο τρόπο μᾶς ἀγάπησες ὥστε καί γιά μᾶς νά σταυρωθεῖς καί νά πεθάνεις. Σέ εὐλογῶ, πού κατέστησες μακαρία τήν κοιλιά μου καί πιστεύω ὅτι θά ἐκπληρωθοῦν καί ὅλα τά ἄλλα, γιά τά ὁποῖα μοῦ ἔχεις μιλήσει». Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Μετά ἀπό αὐτά τά λόγια ἀκολούθησε ἀμέσως ἡ παράδοξη κάθοδος τοῦ Υἱοῦ της πού συνοδευόταν ἀπό τούς Προφῆτες, τούς Πατριάρχες καί ὅλους τοὺς Δικαίους. Μπροστά πήγαιναν οἱ Ἄγγελοι καί Ἀρχάγγελοι καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες Ἀγγελικές δυνάμεις.

Τότε ὁ ἀέρας καί ὁλόκληρο τό σπίτι γέμισε. Ὅλα ἐκεῖνα πού ἡ Παρθένος προγνώριζε, τότε τά ἔβλεπε μπροστά της, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔβλεπαν μέρος ἀπό αὐτά τά θαυμάσια, ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἁγιότητά του. Ἔτσι ἡ δεύτερη κατάβαση ἔγινε ἐνδοξότερη καί φρικωδέστερη τῆς πρώτης, καί προφανεστέρα γιά ὅσους εἶχαν ὅραση πνευματική. Δέν ἦσαν μόνον παρόντα τά κατώτερα ἀγγελικά τάγματα καί δυνάμεις, ἀλλά καί αὐτά ἀκόμη τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ καί οἱ Θρόνοι παρευρίσκονταν μέ φόβο, ἱεραρχικά σύμφωνα μέ τήν τάξη τους.

Ἔβλεπαν μέ φόβο ὄχι μικρότερο (ἴσως μεγαλύτερο θά ἔλεγα, ἄν ἐπιτρεπόταν), γεμάτοι ἔκπληξη γιά τήν δεύτερη κένωση καί συγκατάβασή του. Ὅ,τι ἔγινε ἄλλοτε γιά χάρη ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τώρα γιά μιὰ μόνο ψυχή, γιά μιὰ μόνον γυναίκα γινόταν ἕνα τέτοιο θαῦμα. Ἡ συνοδεία ἦταν λαμπρή καί πολυάριθμη, ὅπως ἅρμοζε γιά τήν ἄφιξη τοῦ Δεσπότη καί τήν ἀναχώρηση τῆς Δέσποινας, ἀλλά ἡ θέαση αὐτῶν πού γίνονταν, ὅπως ἤδη εἶπα, γινόταν μόνον ἀπό τούς καθαρούς, ἄν καί ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη ἦταν ἀκατανόητη καί σ’ αὐτούς τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους πού ἦσαν γεμάτοι ἀπό τή δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικοῦσε μέσα τους.

Παρευρισκόταν ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ σῶμα καί μορφή πλήρως θεωμένη, λαμπρότερη τῆς ἀστραπῆς καί τῆς λάμψεώς της, ἀπό ὅ,τι στό Θαβώρ, ἀλλά μικρότερη τῆς φυσικῆς της λαμπρότητας ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν σάν νεκροί. Ὁ Κύριος ἀμέσως τούς λέγει, “εἰρήνη ὑμῖν”, ὅπως ἄλλοτε ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», στό ἴδιο σπίτι πού μαζεύτηκαν καί τότε καί τώρα, τό σπίτι τοῦ Ἰωάννη. Τότε συγκεντρώθηκαν γιά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Σήμερα τούς συγκέντρωσε αὐτή πού γέννησε τόν Κύριο, ἡ ὁποία καί κατοικοῦσε σ’ αὐτό μέ τόν ἀγαπημένο καί παρθένο μαθητή του, τό δεύτερο καί θετό υἱό της. Ἀκούοντας οἱ Μαθητές αὐτήν τή γλυκειά, τήν ἤρεμη καί γνώριμη φωνή, πῆραν θάρρος στό σῶμα καί στή ψυχή καί, ὅσο τούς ἦταν δυνατό, ὕψωσαν τά μάτια τους πρός τόν ἥλιο, τήν ὥρα πού Ἐκεῖνος χαμήλωνε λίγο τή λαμπρότητα τῆς ἀνατολῆς του καί τούς περιέλαμπε μέ μικρότερο φωτισμό. Ἀλλά ἄς σταθοῦμε λίγο στά ἐπιθανάτια τῆς Παρθένου.

Ἡ ψυχή της βρίσκεται σέ μία μεγάλη συγκίνηση καί σχεδόν σκιρτᾶ καί προφθάνει ἀσυγκράτητη καί τρέχει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό σῶμα ὥστε τό γρηγορότερο νά βρεθεῖ μέ τόν Υἱό της καί νά προσπέσει στά χέρια του καί νά ἀναχώρησει μαζί του. Πῶς ἦταν δυνατό νά ὑπομείνει αὐτή τή χαρά, ὅπως τή λύπη τόν καιρό τοῦ Πάθους, καί πῶς ἐμεῖς νά μήν ἐπιθυμοῦμε νά ποῦμε πώς αὐτή δέν πέθανε, ἄν καί δέν τό λέμε αὐτό, γιά νά μήν ποῦμε πρωτάκουστα διδάγματα. Δάκρυσε, καί πάλι ἔγινε ἀνώτερη τῶν δακρύων ἀπό τή μεγάλη εὐτυχία καί τό παράδοξο θέαμα, ὅταν εἶδε μέ σῶμα ἐκεῖνον, πού λίγο παλιότερα τόν εἶδε νά σύρεται, νά καθυβρίζεται καί νά κτυπιέται, ἐνῶ περιβαλλόταν ἀπό τόσες μυριάδες Ἀγγέλων, ἀπό τόση λαμπρότητα καί τόση δόξα. Ἔβλεπε τό πρόσωπο καί τή μορφή ἐκείνου, πού ἄλλοτε τόν κορόιδευαν καί τόν ἔφτυναν, πού ἦταν ντυμένος τήν κόκκινη χλαίνα τῆς ντροπῆς, νά περιβάλλεται τώρα μέ τόση ἀξία καί λαμπρότητα. Αὐτόν πού δέν εἶχε οὔτε εἶδος οὔτε ὀμορφιά, τώρα νά ἀστράφτει ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς θεότητάς του.

Ἔβλεπε τόν ἄλλοτε νεκρό πού καταδικάστηκε σάν ἀντίθεος, Θεό καί Βασιλέα καί Κριτή τῶν πάντων, ἀθάνατο καί ἀνίκητο. Ὤ, πῶς ζοῦσε καί πάλι μέσα στίς ἀντιθέσεις, ὅπως τόν καιρό τῆς Σταυρώσεως. Τό ὅραμα τή γέμιζε εὐφροσύνη, χαιρόταν ὑπερβολικά ἡ ψυχή της, ἀλλά συστελλόταν ἐπειδή ἀναχωροῦσε πρός ἐκείνη τή δόξα καί λαμπρότητα. Τώρα πλέον δοξολογοῦσε περισσότερο ἀπό πρίν ἐκεῖνον πού τήν δόξασε. Προσευχόταν γιά τούς Ἀποστόλους καί γιά ὅλους τοὺς παρόντες, ἱκέτευε γιά τούς πιστούς ὅλης τῆς γῆς ἤ μᾶλλον γιά ὅλο τόν κόσμο καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἐχθρῶν καί τῶν σταυρωτῶν. Ζητοῦσε νά λάβει ἀπό τό Δεσπότη κάποιο λόγο ἤ κάποιο σημεῖο ὡς ἐγγύηση τῆς σωτηρίας τους, ἁπλώνοντας ἱκετευτικά τά χέρια ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα τόν ἀγκαλίαζε, κινώντας τή γλώσσα καί τά χείλη μέ τά ὁποῖα τόν ἀσπαζόταν, θυμίζοντας τόν θηλασμό του, καί κλαίοντας ἀπό εὐτυχία, ἔκαμε τό πᾶν, λέγοντας ἀποχαιρετιστήριους λόγους καί προσευχές.

Τότε ἀρχίζουν τήν ὑμνωδία οἱ Ἄγγελοι καί ὅλοι μένουν ἀκίνητοι καί ἐκστατικοί, ὄχι ἀπό φόβο ἀλλά ἀπό χαρά. Οἱ Ἀπόστολοι ἀντιφωνοῦν μέ τή δική τους ψαλμωδία, καί ἔτσι, περνώντας ἀπό τό πανάγιο στόμα ἡ ὑπεραγία ψυχή της, σάν σέ ὕπνο, παραδίδεται στόν Υἱόν της, ξεφεύγοντας τούς πόνους τοῦ θανάτου, ὅπως τούς διέφυγε καί κατά τήν γέννηση ἤ μᾶλλον μέ τήν ἴδια καί μεγαλύτερη χαρά καί ὅπως τότε, ὅταν ἀνέκφραστα γεννιόταν ἀπ’ αὐτή ὁ Υἱός καί Θεός της, καί τώρα πού αὐτή πήγαινε πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος βρισκόταν μπροστά της ὄχι μόνο νοερά ἀλλά καί αἰσθητά.

Ἀμέσως ὅλοι οἱ Ἄγγελοι ἄρχισαν νά ψάλλουν, καί μετά τοῦ πνεύματος μέν ἔβγαινε κάποια ἄφθονη καί ἀνεξήγητη εὐωδία, ἐνῶ τό σῶμα περιβαλλόταν ἀπό πλούσιο καί ἀπλησίαστο φῶς, ὥστε καί ὁ ἀέρας γέμισε ἀπό ἤχους καί ἄσματα, περισσότερο ὅμως ἀπό τήν εὐχάριστη εὐωδία, τό δέ σῶμα ἀκτινοβολοῦσε ἀπό παντοῦ, ὥστε νά γίνεται κάπως ἀθέατο. Ἔτσι λοιπόν διαμοιράζονται τήν Παρθένο, οἱ μαθητές καί ὁ Διδάσκαλος, τά ἐπίγεια καί τά οὐράνια, ὅπως καί μετά ἀπό λίγο ὁ οὐρανός καί ὁ παράδεισος. Ὁ Κύριος καί τά γύρω ἀπό αὐτόν λειτουργικά πνεύματα πῆραν τή ψυχή, ἐνῶ οἱ μαθητές τό σῶμα.

Πηγή:Αγία Ζώνη

Saturday, August 11, 2018

Διάλογος μεταξύ γέροντα και αθέου ( Γέροντας Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος )

Ένα πρωινό συζητά ο Γέροντας Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος με δυο-τρεις επισκέπτες στο σπίτι του. Ο ένας είναι ιδεολόγος άθεος και κομμουνιστής. Σε μια στιγμή έρχεται κάποιος απ’ έξω και τους πληροφορεί ότι η Αθήνα έχει γεμίσει από φωτογραφίες του Μαο Τσε Τουγκ με την επιγραφή: "Δόξα στον μεγάλο Μάο". Ήταν η ημέρα κατά την οποία είχε πεθάνει ο Κινέζος δικτάτορας. 

Γέροντας:
Έτσι είναι, παιδάκι μου. Δεν υπάρχουν άθεοι. Ειδωλολάτρες υπάρχουν, οι οποίοι βγάζουν τον Χριστό από τον θρόνο Του και στη θέση Του τοποθετούν τα είδωλά τους. Εμείς λέμε: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». Αυτοί λένε: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Διαλέγεις και παίρνεις. 

Άθεος:
Και σεις, παππούλη, το παίρνετε το ναρκωτικό σας. Μόνο που εσείς το λέτε Χριστό, ο άλλος το λέει Αλλάχ, ο τρίτος Βούδα κ.ο.κ.

Γέροντας:
- Ο Χριστός, παιδί μου, δεν είναι ναρκωτικό. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Αυτός που με σοφία κυβερνά τα πάντα: από το πλήθος των απέραντων γαλαξιών μέχρι τα απειροελάχιστα σωματίδια του μικρόκοσμου. Αυτός που δίνει ζωή σε όλους μας. Αυτός που σ’ έφερε στον κόσμο και σου’ χει δώσει τόση ελευθερία, ώστε να μπορείς να Τον αμφισβητείς, αλλά και να Τον αρνείσαι ακόμη. 

Άθεος:
- Παππούλη, δικαίωμά σας είναι να τα πιστεύετε όλα αυτά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινά. Αποδείξεις έχετε; 

Γέροντας:
- Εσύ όλα αυτά τα θεωρείς παραμύθια, έτσι δεν είναι; 

Άθεος:
- Βεβαίως. 

Γέροντας:
- Αποδείξεις έχεις; Μπορείς να μου αποδείξεις ότι όσα πιστεύω εγώ είναι ψεύτικα; 

Άθεος:
- … 

Γέροντας:
- Δεν απαντάς, διότι και συ δεν έχεις αποδείξεις. Άρα και συ πιστεύεις ότι είναι παραμύθια. Κι εγώ μεν ομιλώ περί πίστεως, όταν αναφέρομαι στον Θεό. Εσύ όμως, ενώ απορρίπτεις τη δική μου πίστη, στην ουσία πιστεύεις στην απιστία σου, αφού δεν μπορείς να την τεκμηριώσεις με αποδείξεις. Πρέπει όμως να σου πω ότι η πίστη η δική μου δεν είναι ξεκάρφωτη. Υπάρχουν κάποια υπερφυσικά γεγονότα, πάνω στα οποία θεμελιώνεται. 

Άθεος:
- Μια στιγμή! Μια και μιλάτε για πίστη, τι θα πείτε στους Μωαμεθανούς π.χ. ή στους Βουδιστές; Διότι κι εκείνοι ομιλούν περί πίστεως. Κι εκείνοι διδάσκουν υψηλές ηθικές διδασκαλίες. Γιατί η δική σας πίστη είναι καλύτερη από εκείνων; 

Γέροντας:
- Μ’ αυτή την ερώτηση σου τίθεται το κριτήριο της αληθείας? διότι βεβαίως η αλήθεια είναι μία και μόνη. Δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες. Ποιος όμως κατέχει την αλήθεια; Ιδού το μεγάλο ερώτημα. Έτσι, δεν πρόκειται γιακαλύτερη ή χειρότερη πίστη! Πρόκειται για τη μόνη αληθινή πίστη!
Δέχομαι ότι ηθικές διδασκαλίες έχουν και τα άλλα πιστεύω. Βεβαίως οι ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού υπερέχουν ασυγκρίτως. Εμείς όμως δεν πιστεύουμε στον Χριστό για τις ηθικές Του διδασκαλίες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους», ούτε για τα κηρύγματά Του περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητος. Εμείς πιστεύουμε στον Χριστό, διότι η επί γης παρουσία Του συνοδεύθηκε από υπερφυσικά γεγονότα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Θεός. 

Άθεος:
- Κοιτάξτε. Κι εγώ παραδέχομαι ότι ο Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης, αλλά μην τον κάνουμε και Θεό τώρα… 

Γέροντας:
- Αχ, παιδί μου! Όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκαλο που τους κάθισε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν, αυτό ακριβώς ήταν. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός.
Πολλοί από αυτούς ήσαν διατεθειμένοι να πουν στον Κύριο: Μη λες ότι είσαι Θεός ενανθρωπήσας. Πες ότι είσαι απλός άνθρωπος και μεις είμαστε έτοιμοι να σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις να είσαι Θεός ενανθρωπήσας και όχι άνθρωπος αποθεωθείς; Εμείς δεχόμαστε να σε αποθεώσουμε, να σε αποκηρύξουμε τον μέγιστο των ανθρώπων , τον αγιώτατο, τον ηθικώτατο, τον ευγενέστατο, τον ανυπέρβλητο, τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο. Δεν σου αρκούν όλα αυτά;
Ο κορυφαίος του χορού των αρνητών, ο Ερνέστος Ρενάν, βροντοφωνεί περί του Χριστού: «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο κόσμος θα ανυψώνεται δια σου», είσαι «ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητας ώστε το να αποσπάσει κάποιος το όνομά σου από τον κόσμο τούτο θα ήταν ίσο με τον εκ θεμελίων κλονισμό του», «οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερός» σου. Εδώ όμως σταματούν, και αυτός και οι όμοιοί του. Η επόμενη φράση τους; «Θεός όμως δεν είσαι!»
Και δεν αντιλαμβάνονται οι ταλαίπωροι ότι όλα αυτά συνιστούν για την ψυχή τους μια ανέκφραστη τραγωδία! Το δίλημμα αναπόφευκτα είναι αμείλικτο: Ή είναι Θεός ενανθρωπήσας ο Χριστός, οπότε πράγματι, και μόνον τότε, αποτελεί την ηθικωτέρα, την αγιωτέρα και την ευγενεστέρα μορφή της ανθρωπότητος, ή δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, οπότε όμως δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Αντιθέτως αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται για την απαισιοτέρα, τη φρικτοτέρα και την απεχθεστέρα ύπαρξη της ανθρωπίνης ιστορίας. 

Άθεος:
- Τι είπατε; 

Γέροντας:
- Αυτό που άκουσες! Βαρύς ο λόγος, απολύτως όμως αληθής. Και ιδού γιατί: Τι είπαν για τον εαυτό τους, ή ποια ιδέα είχαν για τον εαυτό τους όλοι οι πράγματι μεγάλοι άνδρες της ανθρωπότητος;
Ο «ανδρών απάντων σοφώτατος» Σωκράτης διεκήρυσσε το: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Όλοι οι σπουδαίοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αβραάμ και τον Μωϋσή μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Παύλο, αυτοχαρακτηρίζονται «γη και σποδός (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «εκτρώματα» κ.τ.τ.[1]
Η συμπεριφορά, αντιθέτως, του Ιησού είναι παραδόξως διαφορετική! Και λέω παραδόξως διαφορετική, διότι το φυσικό και το λογικό θα ήταν να είναι παρόμοια η συμπεριφορά Του. Αυτός μάλιστα, ως ανώτερος και υπέρτερος από όλους του άλλους, θα έπρεπε να έχη ακόμα κατώτερη και ταπεινότερη ιδέα για τον εαυτό Του[2]. Ηθικώς τελειότερος από κάθε άλλον έπρεπε να υπερακοντίζει σε αυτομεμψία και ταπεινό φρόνημα όλους τους παραπάνω και οποιονδήποτε άλλον, από την δημιουργία του κόσμου μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.
Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο!
Πρώτα – πρώτα διακηρύσσει ότι είναι αναμάρτητος: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. η’ 46). «Έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. ιδ’ 30).
Εκφράζει επίσης πολύ υψηλές ιδέες περί Εαυτού: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάν. η’ 12). «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ’ 6).
Εκτός όμως αυτών, προβάλλει και αξιώσεις απολύτου αφιερώσεως στο Πρόσωπό Του. Εισχωρεί ακόμη και στις ιερώτερες σχέσεις των ανθρώπων και λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος? και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι’ 37). «Ήλθον διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 35). Απαιτεί ακόμη και μαρτυρική ζωή και θάνατο από τους μαθητές Του: «Παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς? και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού… Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς? και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου? ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται… Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα… Όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ… Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ι’ 17 κ.ε.).
Και τώρα σε ρωτώ: Τόλμησε ποτέ κανείς να διεκδικήσει υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω κι απ’ την ίδια τους τη ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς να διακηρύξει την απόλυτη αναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς να εκστομίσει το: «Εγώ ειμί η αλήθεια»; (Ιωάν. ιδ’ 6). Κανείς και πουθενά! Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα κάνη αυτά. Φαντάζεσαι τον δικό σας τον Μαρξ να ‘λεγε κάτι τέτοια; Θα τον περνούσαν για τρελό και δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήσει.
Για σκέψου, τώρα, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσίασαν τα πάντα για χάρη του Χριστού, ακόμα και αυτή τη ζωή τους, πιστεύοντας στην περί εαυτού αλήθεια των λόγων Του! Εάν οι περί εαυτού διακηρύξεις του ήσαν ψευδείς, ο Ιησούς θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας οδηγώντας τόσους πολλούς σε τόσο βαριά θυσία. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν είναι, θα άξιζε αυτή τη μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Κανένας! Μόνο εάν ήταν Θεός!
Μ’ άλλα λόγια: Όποιος άνθρωπος απαιτούσε αυτή τη θυσία από τους οπαδούς του, θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας. Ο Χριστός όμως και την απαίτησε και την πέτυχε. Παρά ταύτα από τους αρνητές της θεότητός Του αναγορεύθηκε η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ιστορίας. Οπότε: Ή παραλογίζονται οι αρνητές ονομάζοντας αγιώτερο τον απαισιώτερο, ή, για να μην υπάρχει παραλογισμός, αλλά να έχη λογική η συνύπαρξι απαιτήσεων του Χριστού και αγιότητός Του, θα πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι ο Χριστός εξακολουθεί να παραμένει η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ανθρωπότητος μόνο όμως υπό την προϋπόθεσι ότι είναι και Θεός! Αλλιώς είναι, όπως είπαμε, όχι η αγιωτέρα, αλλά η φρικτοτέρα μορφή της ιστορίας, ως αιτία της μεγαλυτέρας θυσίας των αιώνων, εν ονόματι ενός ψεύδους! Έτσι η θεότητα του Χριστού αποδεικνύεται με βάσι αυτούς τους ίδιους τους περί αυτού χαρακτηρισμούς των αρνητών Του!… 

Άθεος:
- Όσα είπατε είναι πράγματι εντυπωσιακά, δεν αποτελούν όμως παρά συλλογισμούς. Ιστορικά στοιχεία, που να θεμελιώνουν την Θεότητά του, έχετε; 

Γέροντας:
- Σου είπα και προηγουμένως ότι τα πειστήρια της Θεότητας Του είναι τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν όσο καιρό ήταν εδώ στη γη. Ο Χριστός δεν αρκέσθηκε μόνο να διακηρύσσει τις παραπάνω αλήθειες, αλλά επικύρωνε τους λόγους Του και με πλήθος θαυμάτων. Έκανε τυφλούς να βλέπουν, παράλυτους να περπατούν, έθρεψε με δύο ψάρια και πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες και πολλαπλάσιες γυναίκες και παιδιά, διέτασσε τα στοιχεία της φύσεως και αυτά υπάκουαν, ανέστησε νεκρούς μεταξύ των οποίων και τον Λάζαρο τέσσερις μέρες μετά τον θάνατό του. Μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα είναι η Ανάσταση Του.
Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ιε’ 17). Αν ο Χριστός δεν ανέστη, τότε όλα καταρρέουν. Ο Χριστός όμως ανέστη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, άρα Θεός. 

Άθεος:
- Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πως τα πιστεύετε; 

Γέροντας:
- Όχι, εγώ δεν τα είδα. Τα είδαν όμως άλλοι, οι Απόστολοι. Αυτοί στη συνέχεια τα γνωστοποίησαν και μάλιστα προσυπέγραψαν τη μαρτυρία τους με το αίμα τους. Κι όπως όλοι δέχονται, η μαρτυρία της ζωής είναι η υψίστη μαρτυρία.
Φέρε μου και συ κάποιον να μου πει πως ο Μαρξ απέθανε και ανέστη και να θυσιάσει τη ζωή του για την μαρτυρία αυτή κι εγώ θα τον πιστεύσω ως τίμιος άνθρωπος. 

Άθεος:
- Να σας πω. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν ασπάζεστε και τον κομμουνισμό; 

Γέροντας:
- Το είπες και μόνος σου. Οι κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σε μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να υπεισέλθει πλάνη. Επειδή δε είναι ίδιον της ανθρώπινης ψυχής να θυσιάζεται για κάτι στο οποίο πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό όμως δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε και ως σωστή.
Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνεις για ιδέες κι άλλο για γεγονότα. Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους» ούτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Κι όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ό,τι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό από αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν δι’ «ο ακηκόασι, ο εωράκασι τοις οφθαλμοίς αυτών, ο εθεάσαντο και αι χείρες αυτών εψηλάφησαν» (Α’ Ιωάν. α’ 1)[3].
Με βάση έναν πολύ ωραίο συλλογισμό του Πασκάλ λέμε ότι με τους Αποστόλους συνέβη ένα από τα τρία: Ή απατήθηκαν ή μας εξαπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια.
Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να απατήθηκαν οι Απόστολοι, διότι όσα αναφέρουν δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες όλων αυτών. Εξ άλλου δεν ήσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι ούτε είχαν καμία ψυχολογική προδιάθεση για την αποδοχή του γεγονότος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων: δυσπιστούσαν στις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι Τον είχαν δει αναστάντα[4].
Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ο Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, που περίμεναν να κατακτήσουν την ανθρωπότητα και να ικανοποιήσουν έτσι τις φαντασιώσεις τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι να θρέψουν τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν στα πλοιάρια και στα δίχτυα τους. Δεν υπήρχε δηλ. σ’ αυτούς, όπως αναφέραμε, ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Και μόνο μετά την Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έγιναν οι διδάσκαλοι της οικουμένης.
Η δεύτερη εκδοχή: Μήπως μας εξαπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Αλλά γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν με τα ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως αξιώματα, μήπως δόξα; Για να πη κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Οι Απόστολοι όμως, κηρύσσοντες Χριστόν και Τούτον εσταυρωμένον και Αναστάντα εκ νεκρών, τα μόνα τα οποία εξασφάλισαν ήσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι από ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις και τέλος ο θάνατος. Και όλα αυτά για ένα ψέμα; Είναι εντελώς ανόητο και να το σκεφθή κάποιος.
Συνεπώς ούτε εξαπατήθηκαν ούτε μας εξαπάτησαν οι Απόστολοι. Μένει επομένως η Τρίτη εκδοχή? ότι μας είπαν την αλήθεια.
Θα πρέπει μάλιστα να σου τονίσω και το εξής: Οι Ευαγγελιστές είναι οι μόνοι οι οποίοι έγραψαν πραγματική ιστορία. Διηγούνται τα γεγονότα και μόνον αυτά. Δεν προβαίνουν σε καμμία προσωπική κρίσι. Κανένα δεν επαινούν, κανένα δεν κατακρίνουν. Δεν κάνουν καμμία προσπάθεια να διογκώσουν κάποιο γεγονός ή να εξαφανίσουν ή να υποτιμήσουν κάποιο άλλο. Αφήνουν τα γεγονότα να μιλούν μόνα τους. 

Άθεος:
- Αποκλείεται να έγινε στην περίπτωση του Χριστού νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιον Ινδό, τον οποίο έθαψαν και μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν και ήταν ζωντανός. 

Γέροντας:
- Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ και πάλι το λόγο του ιερού Αυγουστίνου: «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, για να αρνηθείτε το θαύμα!».
Όχι, παιδί μου. Δεν έχουμε νεκροφάνεια στον Χριστό. Πρώτα – πρώτα έχουμε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ο οποίος βεβαίωσε τον Πιλάτο ότι ο θάνατος είχε επέλθει.
Έπειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ο Κύριος κατά την ίδια την ημέρα της Αναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, που απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα.
Φαντάζεσαι κάποιον να έχει υποστεί όσα υπέστη ο Χριστός και τρεις μέρες μετά το «θάνατό» του να του συνέβαινε νεκροφάνεια; Αν μη τι άλλο θα ‘πρεπε για σαράντα μέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο για να μπορεί να ανοίγει τα μάτια του, κι όχι να περπατά και να συζητά σαν να μη συνέβη τίποτα.
Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε με φραγγέλιο – και ξέρεις τι εστί φραγγέλιο; Μαστίγιο στα άκρα του οποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ή σπασμένα κόκκαλα ή μυτερά καρφιά -, φέρε τον, λοιπόν, να τον φραγγελώσουμε, να του φορέσουμε ακάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή και ξύδι, να τον λογχίσουμε, να τον βάλουμε στον τάφο, κι αν αναστηθεί, τότε τα λέμε. 

Άθεος:
- Παρά ταύτα όλες οι μαρτυρίες, τις οποίες επικαλεσθήκατε, προέρχονται από Μαθητές του Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί αυτού, που να μην προέρχεται από τον κύκλο των Μαθητών του; Υπάρχουν δηλ. ιστορικοί, που να πιστοποιούν την Ανάσταση του Χριστού; Αν ναι, τότε θα πιστέψω κι εγώ. 

Γέροντας:
- Ταλαίπωρο παιδί! Δεν ξέρεις τι ζητάς! Αν υπήρχαν τέτοιοι ιστορικοί που να είχαν δει τον Χριστό αναστημένο, τότε αναγκαστικά θα πίστευαν στην Ανάσταση Του και θα την ανέφεραν πλέον ως πιστοί, οπότε και πάλι θα αρνιόσουν τη μαρτυρία τους, όπως ακριβώς απορρίπτεις τη μαρτυρία του Πέτρου, του Ιωάννου κ.λ.π. Πως είναι δυνατόν να βεβαιώνει κάποιος την Ανάσταση και ταυτόχρονα να μη γίνεται Χριστιανός; Μας ζητάς «πέρδικα ψητή σε κέρινο σουβλί και να λαλεί»! E, δεν γίνεται!
Σου θυμίζω πάντως, εφ’ όσον ζητάς ιστορικούς, αυτό το οποίο σου ανέφερα και προηγουμένως: ότι δηλ. οι μόνοιπραγματικοί ιστορικοί είναι οι Απόστολοι.
Παρ’ όλα αυτά όμως έχουμε και μαρτυρία τέτοια όπως την θέλεις: από κάποιον δηλ. που δεν ανήκε στον κύκλο των Μαθητών Του. Του Παύλου. Ο Παύλος όχι μόνο δεν ήταν Μαθητής του Χριστού, αλλά και εδίωκε μετά μανίας την Εκκλησία Του.

Άθεος:
- Γι’ αυτόν όμως λένε ότι έπαθε ηλίαση και εξ αιτίας της είχε παραίσθηση. 

Γέροντας:
- Βρε παιδάκι μου, αν είχε παραίσθηση ο Παύλος, αυτό που θα ανεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητό του. Και στο υποσυνείδητο του Παύλου θέση υψηλή κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τον Αβραάμ και τον Ιακώβ και τον Μωυσή έπρεπε να δη κι όχι τον Ιησού, τον οποίο θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα!
Φαντάζεσαι καμία πιστή γριούλα στο όνειρό της ή στο παραλήρημά της να βλέπει τον Βούδα ή τον Δία; Τον Άϊ Νικόλα θα δη και την Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει.
Και κάτι ακόμη. Στον Παύλο, όπως σημειώνει ο Παπίνι, υπάρχουν και τα εξής θαυμαστά: Πρώτον, το αιφνίδιο της μεταστροφής. Κατ’ ευθείαν από την απιστία στην πίστη. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευαστικό στάδιο. Δεύτερον, το ισχυρόν της πίστεως. Χωρίς ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Και τρίτον, πίστι δια βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορεί να λάβουν χώρα μετά από μια ηλίαση; Δεν εξηγούνται αυτά με τέτοιους τρόπους. Αν μπορείς, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς, παραδέξου το θαύμα. Και πρέπει να ξέρης ότι ο Παύλος με τα δεδομένα της εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι να μην ξέρη τι του γίνεται.
Θα προσθέσω όμως και κάτι επί πλέον. Εμείς, παιδί μου, ζούμε σήμερα σε εξαιρετική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Όταν ο Χριστός είπε για την Εκκλησία Του ότι «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ις’ 18), οι οπαδοί Του αριθμούσαν μόνο μερικές δεκάδες πρόσωπα. Έκτοτε πέρασαν δυο χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, η Εκκλησία όμως του Χριστού παραμένει ακλόνητη παρά τους συνεχείς και φοβερούς διωγμούς εναντίον της. Αυτό δεν είναι ένα θαύμα;
Και κάτι τελευταίο. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρεται πως, όταν η Παναγία μετά τον Ευαγγελισμό επισκέφθηκε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Προδρόμου, εκείνη την εμακάρισε με τα λόγια: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί». Και η Παναγία απάντησε ως εξής: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον.. Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (α’ 48).
Τι ήταν τότε η Παναγία; Μια άσημη κόρη της Ναζαρέτ ήταν. Ποιος την ήξερε; Παρά ταύτα από τότε ξεχάσθηκαν αυτοκράτειρες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλατών. Ποιος ξέρει ή ποιος θυμάται τη μητέρα του Μεγ. Ναπολέοντος ή τη μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως εκατομμύρια χείλη σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σ’ όλους τους αιώνες υμνούν την ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, «την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Ζούμε ή δεν ζούμε εμείς σήμερα, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, την επαλήθευσι του προφητικού αυτού λόγου της Παναγίας;
Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν όσον αφορά και σε μια «δευτερεύουσα» προφητεία του Χριστού: Όταν στην οικία του Σίμωνος του λεπρού μια γυναίκα περιέχυσε στο κεφάλι Του το πολύτιμο μύρο, είπε ο Κύριος: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής» (Ματθ. κς’ 13). Πόσος ήταν ο κύκλος των οπαδών Του τότε, για να πη κανείς ότι αυτοί θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά ώστε να εκπληρωθεί η προφητεία αυτή του Διδασκάλου τους; Και μάλιστα μια τέτοια προφητεία, η οποία με τα κριτήρια του κόσμου δεν έχει και καμιά σημασία για τους πολλούς;
Είναι ή δεν είναι θαύματα αυτά; Αν μπορείς, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς όμως, παραδέξου τα ως τέτοια. 

Άθεος:
- Ομολογώ ότι τα επιχειρήματα σας είναι ισχυρά. Έχω όμως να σας ρωτήσω κάτι ακόμη: Δεν νομίζετε ότι ο Χριστός άφησε το έργο του ημιτελές; Εκτός κι αν μας εγκατέλειψε. Δεν μπορώ να φαντασθώ έναν Θεό να παραμένει αδιάφορος στο δράμα του ανθρώπου. Εμείς να βολοδέρνουμε εδώ κι εκείνος από ψηλά να στέκεται απαθής. 

Γέροντας:
- Όχι, παιδί μου. Δεν έχεις δίκιο. Ο Χριστός δεν άφησε το έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως είναι η μοναδική περίπτωση ανθρώπου στην ιστορία, ο οποίος είχε τη βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε την αποστολή Του και δεν είχε τίποτα άλλο να κάνη και να πη.
Ακόμη κι ο μέγιστος των σοφών, ο Σωκράτης, ο οποίος μια ολόκληρη ζωή μιλούσε και δίδασκε, στο τέλος συνέθεσε και μια περίτεχνη απολογία και, αν ζούσε, θα είχε κι άλλα να πει.
Μόνο ο Χριστός σε τρία χρόνια δίδαξε ό,τι είχε να διδάξει, έπραξε ό,τι ήθελε να πράξη και είπε το «τετέλεσται». Δείγμα κι αυτό της θεϊκής Του τελειότητας και αυθεντίας.
Όσο για την εγκατάλειψι, την οποία ανέφερες, σε καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσης τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί, γιατί, γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί».
Κατάλαβέ το! Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει με την πεπερασμένη λογική του τα «γιατί» αυτά. Μόνο με τον Χριστό εξηγούνται όλα: Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει ο Κύριος να πάρουμε απάντηση σε μερικά από τα «γιατί» αυτά.
Αξίζει τον κόπο να σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από τη συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Δάφναι και Μυρσίναι» με τον τίτλο «Ερωτηματικά».
Είπα στον γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη,
που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
Πες μου, πατέρα μου, γιατί σε τούτη ‘δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα;
Γιατί, σαν να ‘σαν δίδυμα, φυτρώνουμε αντάμα
τ’ αγκάθι και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα;
Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδα
σκορπιοί φωλιάζουν κι όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί, προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλει
και ξεδιπλώσει μπρος στο φως τ’ αμύριστά του κάλλη,
μαύρο σκουλήκι έρχεται, μια μαχαιριά του δίνει
κι ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
το στάχυ, ώσπου να γενή ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι ευγενικό και θείο
πληρώνεται με δάκρυα και αίματα στο βίο,
ενώ ο παρασιτισμός αυτόματα θεριεύει
κι η προστυχιά όλη τη γη να καταπιή γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία
να χώνεται η σύγχυσι κι η ακαταστασία;
Απήντησε ο ασκητής με τη βαρειά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του:
Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκεργκέφι (=κέντημα).
Κι εφόσον εις τα χαμηλά εμείς περιπατούμεν
την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμε.
Και είναι άρα φυσικό λάθη ο νους να βλέπη
εκεί που να ευχαριστή και να δοξάζη πρέπει.
Πρέπει σαν Χριστιανός να έλθη η ημέρα
που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίση τον αιθέρα
και του Θεού το κέντημα απ’ την καλή κοιτάξης
και τότε… όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις!

Ο Χριστός, παιδί μου, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει κοντά μας, βοηθός και συμπαραστάτης, μέχρι συντέλειας των αιώνων. Αυτό όμως θα το καταλάβεις, μόνο αν γίνεις συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθείς με τα Μυστήριά της.


[Αναδημοσίευση από το βιβλίο: ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, «ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ»]

Thursday, August 9, 2018

Ομιλία περι υπακοής... ( Αρχιμ. Εφραίμ Ξηροποταμηνού )


Όταν ενθυμούμαι τα πρώτα μου βήματα στην μοναχική ζωή και αναπολώ εκείνη την ευλογημένη περίοδο, σκέπτομαι τις μικρές συμβουλές του γέροντός μου, εκείνες τις απλές νουθεσίες, που ήταν γεμάτες από δυνατά νοήματα, βγαλμένα από την πείρα και τα βιώματά του. Όταν τα φέρνω στο νου μου, βλέπω πόσο δυνατό θεμέλιο έγιναν για την μοναχική μου πορεία. Ήταν απλές συμβουλές γύρω από βασικά θέματα της μοναχικής ζωής και ιδία της υπακοής, όπως το «Ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ανέπαυσες τον Θεό. Δεν ανέπαυσες τον Γέροντά σου, μήτε τον Θεόν ανέπαυσες», ή το «Ό,τι αρχή έβαλες, αυτή θα ακολουθήσης: καλή αρχή, κάλλιστον τέλος. κακή αρχή, κάκιστον τέλος» και άλλες πολλές τέτοιες πνευματικές νουθεσίες, που για μας ήταν, στην πρώτη φάσι της μοναχικής μας ζωής, αλλά και στην μετέπειτα, δύναμις πνευματική, πυξίδα που μας ωδηγούσε ασφαλώς στην πορεία την μοναχική, την ισόβια αυτή πορεία. Και πράγματι, στην μετέπειτα ζωή είδαμε πόσο αλήθεια είχαν τα απλά αυτά λόγια.

Ο Αββάς Παλάμων λέγει το εξής: Ο σωστός, ο τέλειος υποτακτικός ου χρήζει προσέχειν εντολάς Κυρίου. Δηλαδή η υπακοή αντικαθιστά όλες τις εντολές του Θεού. Και αυτό είναι μία μεγάλη αλήθεια και πραγματικότης, ότι ο σωστός υποτακτικός δεν έχει ανάγκη να προσέχη τίποτε άλλο, γιατί η υπακοή, σαν περιεκτική αρετή, τα έχει συγκεντρωμένα όλα μέσα της.

Λένε οι κοσμικοί άνθρωποι, κρίνοντες με την λογική τους και με τον υπερήφανο λογισμό, ότι η υπακοή στον μοναχισμό είναι ανασταλτική της προόδου, της δραστηριότητος, της αυτενεργείας, γιατί δεν υπάρχει η ελευθερία της δράσεως, η ελευθερία του να κάνη κάνεις ό,τι θέλει και έτσι ο μοναχός υφίσταται έναν πνευματικό ευνουχισμό. Αυτοί οι άνθρωποι, άγευστοι της πνευματικής ζωής, άμοιροι της γνώσεως του βιώματος και της πείρας των Πατέρων, κρίνοντες μόνο με το λογικό και την υπερηφάνεια, δεν μπορούν να μπούν στο πνεύμα και στο νόημα της υπακοής και λένε ότι μ' αυτήν την υποδούλωσι ο μοναχός καταστρέφεται.

Πόσον όμως είναι λανθασμένος ο λογισμός τους και πόσον είναι μακρυά από την αλήθεια των πραγμάτων! Όταν κανείς υποδουλώση τον εαυτό του για τον Χριστό πραγματικά, αποκτά πνευματική διάστασι, αποκτά μια ολόκληρη πνευματική φιλοσοφία μέσα του, αποκτά την πραγματική ελευθερία. Εκείνος που δουλεύει στο θέλημά του είναι δούλος στα πάθη του.

Πάρτε τον κοσμικό άνθρωπο. Πόσο αρρωστημένος είναι ψυχικά! Με την δήθεν εξωτερική ελευθερία του υποδουλώνεται στα πάθη και στις αδυναμίες. Και βλέπετε την κακοδαιμονία έξω. Δεν μπορείς να τον εγγίσης τον άλλο. οργίζεται, βλασφημεί, ταράσσεται, χολώνεται. Τόσα και τόσα πάθη δέρνουν την ανθρώπινη καρδιά εν ονόματι της δήθεν ελευθερίας.

Αντιθέτως, η φαινομενική υποδούλωσις στο θέλημα του Θεού δια του Γέροντος δίνει στον υποτακτικό την πραγματική ελευθερία των παθών, δίνει την υγεία στην ψυχή, ενώνει τις πνευματικές δυνάμεις που έχουν διασπασθή από την αλόγιστη ελευθερία, και τον κάνει να είναι ανώτερος από τις αρρώστειες που κατατρύ­χουν και παραμορφώνουν και ταλαιπωρούν την ψυχή. Γίνεται ελεύθερος στο πνεύμα, γίνεται ελεύθερος στις σκέψεις και στους λογισμούς, ξεφεύγει από αυτή την τυραννία. Με την Χάρι του Θεού και την χάρι της υπακοής ελευθερώνεται η καρδιά και ακόμη και το σώμα από την αισχρότητα. Γίνεται κύριος στα πάθη και όχι δούλος.

Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα που ίσως το ξέρετε, από το Γεροντικό, για έναν υποτακτικό, σωστό υποτακτικό, με ισχυρή πνευματική προσωπικότητα. Ένα από τα πάμπολλα, από τα μύρια παραδείγματα που αποδεικνύουν το τι ακριβώς κάνει η υπακοή.

Ήταν ένας νέος με μοναχική κλήσι. Βρήκε κάπου ένα γεροντάκι και υποτά­χθηκε. το θεώρησε σαν θέλημα Θεού. Αλλά αυτός ο Γέροντας, καίτοι ήταν Γέροντας, δεν ήταν σωστός στη ζωή του. Ο υποτακτικός έμαθε σαν εργόχειρο να πλέκη ζεμπίλι. Έπλεκε την ημέρα το ζεμπιλάκι του, το πρωί το έπαιρνε ο Γέροντας, πήγαινε στο πρώτο κεφαλοχώρι, το πουλούσε και πήγαινε σ' ένα καφενείο, όπου έτρωγε, έπινε και ξώδευε όλα τα χρήματα. Στο τέλος αγόραζε και λίγο ψωμί και το πήγαινε στον υποτακτικό. Αυτό συνέβαινε όχι μία και δύο ήμερες, αλλά χρόνια ολόκληρα.

Επόμενο ήταν στον λογισμό του υποτακτικού να ανεβούνε σκέψεις: «Αυτός ο άνθρωπος δεν στέκεται σωστά. Παίρνει τον κόπο μου και τον σπαταλά και χάνει την ψυχή του». Όμως δεν στάθηκε σ' αυτούς τους λογισμούς. Έγινε ανώτερός τους, γιατί είχε καταλάβει τον σκοπό του. «Εγώ δεν ήρθα να δουλέψω άνθρωπο» σκεφτόταν, «ήρθα να δουλέψω τον Θεό και να σωθώ. Εμένα μ' ενδιαφέρει να κάνω υπακοή και αυτό θα με σώση. Λοιπόν, κάνε το διακόνημά σου και μη βλέπης τί κάνει ο Γέροντας». Αυτή βέβαια η υπομονή του, αυτή η απόλυτη υπακοή του, τον είχαν πλουτίσει με πολλή χάρι και πολλή εσωτερική εργασία και θεωρία, ώστε να προσεύχεται και για τον Γέροντά του.

Μετά από χρόνια, ένα πρωινό, λέει με πολλή ταπείνωσι και παράκλησι στον Γέροντά του: «Γέροντα, σε παρακαλώ πολύ, σήμερα μη φύγης, γιατί θα έρθουν κάτι δικοί μου άνθρωποι και σε παρακαλώ να είσαι κι εσύ εδώ». Ο Γέροντας είπε: «Να καθήσω». Πέρασε το πρωί, έφθασε το μεσημέρι, άρχισε να ανησυχή ο Γέροντας, γιατί άρχισε να ενεργή και το πάθος. Τόσα χρόνια τέτοιο πάθος, ήθελε να τρέφεται καθημερινά. Του λέει: «Παιδί μου, δεν βλέπω κανέναν να έρχεται. θα φύγω». Έβλεπε άλλωστε ότι τελείωσε και το ζεμπίλι και ήθελε να το πάρη να πάη εκεί που συνήθιζε. «Γέροντα, σε παρακαλώ κάνε λίγη υπομονή. Θα έρθουν οπωσδήποτε», του λέει ο υποτακτικός. Ο Γέροντας λοιπόν περίμενε.

Το απογευματάκι έλαμψε το πρόσωπο του υποτακτικού και λέει στον Γέροντα: «Γέροντα, ήρθαν οι δικοί μου άνθρωποι!» Ο Γέροντας δεν έβλεπε τίποτε, δεν καταλάβαινε τίποτε. Οι «δικοί του άνθρωποι», οι δικοί του φίλοι με τους οποίους νοερώς συνανεστρέφετο ήσαν άγγελοι Θεού, οι οποίοι την προηγουμένη ημέρα του ανήγγειλαν ότι θα τον έπαιρναν. Λέει ο Γέροντας: «Παιδί μου, εγώ δεν βλέπω κανέναν». Έβλεπε μόνον το πρόσωπο του υποτακτικού του που έλαμπε. Μετά από λίγο ο υποτακτικός σταύρωσε τα χέρια του και μ' αυτή την φωτεινότητα και ιλαρότητα παρέδωσε την ψυχή του στους αγγέλους, για να την οδηγήσουν στον θρόνο του Θεού.

Τότε κατάλαβε ο Γέροντας και άρχισε να τον ελέγχη η συνείδησις: «Τί έκανα! Σκότωσα τον άνθρωπό μου, τόσα χρόνια να τον ταλαιπωρώ, να τον αφήνω μόνον, να τον αφήνω νηστικό, να του φέρωμαι άσχημα. Τί έκανα ο ταλαίπωρος! Είμαι ένας δολοφόνος...» και τόσα άλλα, όσα ξέρει να λέγη η συνείδησις, όταν αρχίζη να ελέγχη.

Κάποιος γνωστός ασκητής του υποτακτικού του βλέπει σε όραμα μία ημέρα τον υποτακτικό αυτό γονατισμένο μπροστά στον θρόνο του Θεού να προσεύχεται και να λέγη: «Κύριε, εάν εγώ σώθηκα, σώθηκα από αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί αυτός με τα όσα μου έκανε χάλκευσε μέσα μου και δυνάμωσε την υπομονή, την υπακοή, την ανεξικακία και τόσες άλλες αρετές και έγινε αφορμή να σωθώ. Σε παρακαλώ, Κύριε, ρίξε ένα βλέμα φιλάνθρωπο σ' αυτόν τον άνθρωπο και δώσε του μετάνοια». Και πράγματι, ο Γέροντας ήρθε σε πολύ μεγάλη, σε βαθιά μετάνοια. Έχτισε ένα καλυβάκι δίπλα στον τάφο του υποτακτικού του και μετά από καιρό εκοιμήθη και επήγε κοντά του.

Αυτά είναι τα μεγάλα θαύματα, αυτά είναι τα μεγάλα κατορθώματα των υποτακτικών, οι οποίοι αποκτούν την ελευθερία και ενώνονται δια της προσευχής με τον Θεό.

Η πείρα των Γερόντων, η πείρα τόσων αιώνων μοναστικής ζωής λέγει: «Ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ανέπαυσες τον Θεό. Δεν ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ούτε τον Θεόν ανέπαυσες». Ο Γέροντας αναλαμβάνει πάνω στους ώμους του όλη την ευθύνη των ψυχών χωρίς μισθό, χωρίς καμμία υποχρέωσι. Τα διαθέτει όλα, μέρα-νύχτα δαπανά και εκδαπανάται. Κάνεις δεν μπορεί να γνωρίση την κρυφή ζωή ενός Γέροντος -τους στεναγμούς, τα δάκρυα, την προσευχή, τον μόχθο και τις πίκρες που ποτίζεται. Από το πρωί που θα σηκωθή έως την ώρα που θα κλείση τα μάτια -κι αν τα κλείση- αναλώνεται και λειώνει και απλώνει την αγάπη του σε όλους και σταυρώνεται καθημερινά, ένας άνθρωπος, για να μπορέσουν να αναστηθούν ψυχικά οι άλλοι.

Δεν θέλει καμμία αναγνώρισι, αλλά είναι κάποια μικρή απαίτησις να μην πικραίνεται. Όταν πικραίνεται ο Γέροντας, πικραίνεται και ο Θεός. Από την Πα­λαιά και την Καινή Διαθήκη η τιμή στους κατά σάρκα γονείς είναι μεγάλη υπόθεσις: Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης. ο κακολογών πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού τελευτήσει θανάτω. Εάν είναι επιταγή και θεία εντολή η τιμή στους σαρκικούς γονείς, πόσο μάλλον θα πρέπη να τιμούμε τους πνευματικούς! Εκείνοι μας γεννούν σωματικά, ενώ ο πνευματικός γονεύς μας αναγεννά και μας ανασταίνει πνευματικά. Αυτή η τιμή δεν σταματά στον Γέροντα, αλλά διαβαίνει προς τον Θεό. Ο Γέροντας έχει μέσα στον μοναχισμό αποστολική διαδοχή, είναι διάδοχος των Αποστόλων. Ο Κύριος είπε: Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθε­τεί. ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με. «Όποιος κάνει υπακοή σε σας, εμένα υπακούει, λέγει ο Κύριος, και όποιος αθετεί, όποιος σας παρακούει, παρακούει εμένα». Επομένως, ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για τον Θεό και όχι για τον άνθρωπο. Ο Θεός έβαλε τον Γέροντα σαν ορατή εικόνα για να τον υπακούουμε, γιατί δεν έχουμε τον Κύριο μπροστά μας να του κάνουμε υπακοή.

Ο Γέροντας δεν κερδίζει τίποτε από την δική μας προσπάθεια, τον αγώνα και την υπακοή σ' αυτόν, παρά μόνο κόπο και μόχθο, αγωνία, αγώνα, συμβουλές και πίκρες. αυτά είναι ο κλήρος και ο μισθός του. Επομένως, το συμφέρον μας είναι να ευαρεστήσουμε τον Θεό δια του Γέροντος κάνοντας κατά το δυνατόν απόλυτη υπακοή, διότι αυτό είναι το κέρδος μας, αυτή είναι η επιτυχία μας η αιώνια. Εάν κανείς επιτύχη σε όλα, αν αριστεύση σε όλα, αποτύχη όμως στην βάσι, αποτύχη στο θεμέλιο της υπακοής, τότε είναι όλα άχρηστα. Εκείνο που ζητάει ο Θεός και θα ζητήση και στην κρίσι του είναι το κατά πόσον εμείς κάναμε υπακοή.

Η υπακοή έχει πάρα πολλά πνευματικά κέρδη. Το κυριώτερο όμως είναι το ότι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την δυναστεία των παθών και έρχεται σε άμεση σχέσι και επαφή με τον Θεό. Λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι ο όντως υποτακτικός εξομοιούται τω Υιώ του Θεού, γίνεται όμοιος, εξισώνεται με τον Υιόν του Θεού. Άλλωστε, η σωτηρία μας τί είναι; Είναι υπόθεσις υπακοής. Ο Κύριος έκανε υπακοή στον Πατέρα Του και δεν ήρθε να κάνη το δικό του θέλημα αλλά το θέλημα του πέμψαντός αυτόν Πατρός. Γι' αυτήν την υπακοή και την ταπείνωσι του έδωσε ο Θεός το όνομα Ιησούς και σ' αυτό το όνομα φρίττουν οι δαίμονες.

Ο μέγας Βαρσανούφιος λέει μια μικρή προτασούλα και είναι τόσο μεγάλη αλήθεια, γιατί μόνον αλήθειες με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος ανέφεραν οι Πατέρες: Μοναχός παρήκοος, υιός διαβόλου. Γιατί; Διότι κάνει τα έργα του διαβόλου. Πόσα και πόσα παραδείγματα έχουμε δει και έχουμε ζήσει σε αυτά τα λίγα χρόνια, μοναχών οι οποίοι έκαναν το θέλημά τους, έκαναν παρακοή και τελικά αστόχησαν και ή έφυγαν στον κόσμο ή, κι αν έμειναν, είναι αποτυχημένοι και φυτοζωούν σέρνοντας τα κουρέλια των παθών.

Όποιος αγωνίζεται και εργάζεται σωστά στον δρόμο του Θεού, στον δρόμο που τον κάλεσε ο Θεός, έχει την συναντίληψι και την βοήθεια του ίδιου του Θεού με τη Χάρι Του και την βοήθεια των αγίων Αγγέλων και των Αγίων του Θεού. Ιδιαίτερα αυτή η Χάρις του Θεού απλώνεται σε όσους έχουν την ιδιαίτερη τιμή και την ιδιαίτερη εύνοια να είναι υποτακτικοί. Αυτό μπορώ να το βεβαιώσω και να το σφραγίσω και να το υπογράψω από την πείρα μου στην υπακοή.

Ο μοναχός ο υποτακτικός είναι ο πιο ευλογημένος και ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, όταν βέβαια το θέλη. Είναι ο πιο ελεύθερος και πιο ανεύθυνος άνθρωπος πάνω στη γη, εκείνος που έχει τις μεγαλύτερες προϋποθέσεις να προχωρήση στον δρόμο τον πνευματικό, να προχωρήση στις αρετές, να γεμίση από αγάπη, να γνωρίση τον Θεό και να έρθη σε μία αίσθησι και σε μία προσωπική επαφή μαζί Του. Το βάρος που δένει τον άνθρωπο και τον κρημνίζει και τον κάνει να μην μπορή να προχωρήση είναι η ευθύνη, η μέριμνα, η πολυπραγμοσύνη και η πολυκτημοσύνη. Βασικωτάτη προϋπόθεσις για να προχωρήση κανείς, για να ανεβή έναν ανήφορο, είναι να μην έχη βάρος. Και αυτό το βάρος, εάν το θέλη, ήδη το έχει αποθέσει ο υποτακτικός, αφ' ης στιγμής έβαλε τον εαυτό του στην υπακοή του Θεού. Για τί άλλο έχει να μεριμνήση ο υποτακτικός εκτός από την ψυχή του, εκτός από το να πετάξη τα πάθη, να γνωρίση την Χάρι του Θεού με την απερίσπαστη προσευχή κατά το δυνατόν, να αγκαλιάση όλους τους πατέρες και όλο τον κόσμο με την προσευχή του, να αγωνισθή με τα συγκεκριμένα πάθη που βλέπει ότι χρειάζεται να δώση το κέντρο βάρους του αγώνος, να γνωρίση την περιοχή των δακρύων, της κατανύξεως, της φιλαδελφίας, του ταπεινού φρονήματος;

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αυτός ο μεγάλος Πατέρας του μοναχισμού, που με τόση διεισδυτικότητα αναλύει τις αρετές και τις κακίες κλιμακωτά και κάνει μία βαθιά ανατομία στην καρδιά του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα του μοναχού, μέσα στο μοναδικό αυτό βιβλίο, την Κλίμακα, αναφέρει: καν νεκρούς ο ευγνώμων υπήκοος αναστήση, καν δάκρυον κτήσηται, καν απαλλαγήν πολέμων, λογίζηται πάντως ως η του πνευματικού πατρός ευχή τούτο πεποίηκε. και μένει αυτός αλλότριος από της ματαίας οιήσεως. Κάνεις από τους ανθρώπους, είτε ησυχαστής είναι αυτός είτε πνευματικώς δυνατός, δεν μπορεί να καθηλώση και να ποδοπατήση την οίησι και την υπερηφάνεια, παρά μόνον ο υποτακτικός. Και εάν η υπερηφάνεια και η οίησις είναι εκείνη η οποία μπαίνει τροχοπέδη στη ζωή μας, με την υπακοή μας δίνεται η μεγάλη αυτή δυνατότης να την ποδοπατήσουμε. Λέει ο άγιος ότι, κι αν αποκτήση ο υποτακτικός δάκρυα -που είναι ένα μεγάλο χάρισμα του Θεού, δια του οποίου γίνεται η απόπλυσις από τις αμαρτίες και η διά της μετανοίας επίγνωσις του Θεού, η καθαρότης, η αίσθησις του πλούτου της χάριτος του Θεού- κι αν απαλλαγή από τα πάθη, κι αν αναστήση νεκρούς ή κι αν κάνη θαύματα, σκέπτεται και συλλογίζεται ότι αυτό το έκανε η ευχή του Γέροντός του και έτσι αυτός μένει ξένος από την μάταιη και ολέθρια οίησι.

Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωσι μία μικρή περικοπή από τα Εκατό Κεφάλαια
του αγίου Διαδόχου Φωτικής που λέει το εξής:

«Η υπακοή μεταξύ των βασικών αρετών έχει αποδειχθή ότι κατέχει την πρώτην θέσιν. Διότι ανατρέπει προηγουμένως την οίησιν και γεννά εν συνεχεία την ταπεινοφροσύνην. Ως εκ τούτου γίνεται εις αυτούς που ευχαρίστως την δέχονται, θύρα που οδηγεί στην αγάπη του Θεού. Αυτήν την υπακοήν αθέτησεν ο Αδάμ και εκρημνίσθη εις τα βάθη του Άδου. Την υπακοήν ηγάπησεν ο Κύριος κατά την ενανθρώπισίν του, υπακούσας μέχρι σταυρώσεως και θανάτου εις τον Θεόν Πατέρα, χωρίς με την θυσίαν του να ηλαττώθη σε τίποτε η θεία μεγαλειότης του. Και αυτό το έκαμε διά να ανατρέψη το κακόν της παρακοής του Αδάμ διά της υπακοής του και διά να επαναφέρη εις την μακαρίαν και αιωνίαν ζωήν εκείνους που θα ζήσουν με υπακοήν. Εκείνοι λοιπόν που θέλουν να παλέψουν με την διαβολικήν οίησιν, πρέπει κυρίως να βάλουν ως αρχήν την υπακοήν. Διότι αυτή θα υποδείξη εις ημάς σταδιακώς, κατά τρόπον απλανή, τας οδούς όλων των αρετών».

Είναι μεγάλη υπόθεσις, πατέρες μου, η υπακοή. Δεν είναι κάτι παραμικρό. Είναι το θεμέλιο και η σκεπή του σπιτιού. Ούτε χωρίς θεμέλιο μπορεί να σταθή ένα σπίτι, αλλά ούτε και χωρίς σκεπή. Δεν θα αγαπήση κάνεις γνήσια και ειλικρινά τον Θεό ούτε τους ανθρώπους ούτε τους αδελφούς του, εάν δεν περάση από την πόρτα της υπακοής. Όπως αναφέρει ο Κύριός μας στο Ευαγγέλιο, ότι όποιος δεν περνάει από την πόρτα στην αυλή των προβάτων δεν είναι ο ποιμήν, αλλά είναι ο ληστής και ο κλέπτης, έτσι και όποιος δεν περάση από την υπακοή, δεν σκύψη, δεν ταπεινωθή, δεν μπορεί να αγαπήση. Θα αγαπήση συμφεροντολογικά ή υποκριτικά, θα αγαπήση για άλλους λόγους, όχι όμως θεϊκά, ειλικρινά, πηγαία. Δεν θα αγαπήση πνευματικά. Όταν κανείς μπη μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα, μπη σ' αυτό τον χώρο της πνευματικής αγάπης του Θεού, τότε αισθάνεται και γεύεται άλλα πράγματα. Αλλοιώνεται με την Χάρι του Θεού κατά τέτοιο τρόπο, που συναλλοιούται και η αίσθησις, ο νους και η γνώσις και όντως θεολογεί, δηλαδή λέγει λόγια Θεού, σκέφτεται και κινείται και αισθάνεται θεϊκά.

Αλλ' όμως για να φθάσουμε σ' αύτη την κατάστασι, πατέρες μου, χρειάζεται να καταβάλουμε το τίμημα του αγώνος μας, τον κόπο τον πνευματικό που κατέβαλαν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Αν δεν συντριφθή το υπερήφανο φρόνημά μας, αν δεν μάθουμε το «Ευλόγησον» και «Νάναι ευλογημένο» δεν γίνεται τίποτε. Και πρέπει να το μάθουμε στην πράξι, όχι άλλα να λέμε με τα χείλη και άλλα να έχη η καρδιά. Γιατί τον Γέροντα μπορεί να τον ξεφεύγουμε, τον Θεό όμως ποιος μπορεί να τον ξεφύγη; Μερικές φορές έχω διακρίνει άλλα να λέη ο αδελφός με τα χείλη και άλλα να έχη μέσα η καρδιά. Να πονηρεύεται και να έχη δόλο. Αλλού να αποβλέπη και με κρυψίνοια να συγκαλύπτη τις πράξεις του και να θέλη να εξα­πατήση τον γέροντά του. Βέβαια ο Θεός φωτίζει τον Γέροντα και του δίνει μία άλλη αίσθησι, για να καταλαβαίνη αυτή την πονηρία και την δολιότητα, αλλά αλλοίμονο σ' εκείνον ο οποίος συμπεριφέρεται σκολιά.

Ο υποτακτικός, όταν πράγματι αγωνίζεται σωστά, περιβάλλεται από τον Θεό με μία ιδιαίτερη χάρι, που ο ίδιος μεν δεν την καταλαβαίνει, αλλά την αντανακλά αισθητώς εις τους άλλους. είναι, όπως τον ονομάζουμε, χαριτωμένος. Έχει μία ιδιαίτερη πνευματική ομορφιά, γιατί είναι ευλαβής άνθρωπος, έστω κι αν έχη πάθη, έστω κι αν έχη αδυναμίες.

Γι' αυτό, πατέρες μου, ας επιμεληθούμε την υπόθεσι αυτή την μεγάλη της υπακοής, για να μας σκεπάση το έλεος του Θεού και να μπορέσουμε να αισθανθούμε την Χάρι του Θεού εδώ σ' αυτή την προσωρινή, την περαστική μας ζωή, αλλά και να κερδίσουμε ιδιαίτερα, με τις ευχές των οσίων Πατέρων, τον ευλογημένο Παράδεισο, που είναι η πραγματική και μόνιμη και φωτεινή και μακαρία πατρίδα μας.
* Αποσπάσματα από απομαγνητοφωνημένη ομιλία προς τους πατέρας της μονής.


"ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΗ 12-13

Monday, August 6, 2018

Νά εἶσαι , ὄχι νά φαίνεσαι! Νεανικά ζητήματα.



Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος
Καλοί μου φίλοι, δὲν ξέρω, ἂν τὸ ἔχετε προσέξει. Σήμερα δίνεται πολὺ μεγάλη σημασία στὸ «φαίνεσθαι» καὶ ἐλάχιστη ἢ καὶ καθόλου στὸ «εἶναι». Δηλαδὴ στὸ ποιὸς εἶσαι ἐξωτερικὰ καὶ καθόλου στὸ ποιὸς εἶσαι ἐσωτερικά! Αὐτὸ ποὺ μετράει, εἶναι ἡ ἐξωτερική σου εἰκόνα καὶ καθόλου ἡ ἐσωτερική.
Ἢ μὲ ἄλλα λόγια δίνεται βάση στὸ περιτύλιγμα καὶ καθόλου στὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων.
Βλέπετε ἡ κοινωνία μας σήμερα δίνει ἰδιαίτερη σημασία στὸ λεγόμενο «πρεστίζ», ἀκόμη δὲ καὶ σʼ ἐκεῖνο τὸ καπιταλιστικὸ «ἔχειν» καὶ σχεδὸν καθόλου στὸ ποιοὶ εἴμαστε πραγματικά. Δηλαδὴ δίνει βάση στὸ προσωπεῖο καὶ τὴ μάσκα, ποὺ φορᾶς κι ὄχι στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο κι αὐτὸ ποὺ ὄντως εἶσαι!
Κι ἐμεῖς ἐνεργώντας σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ αὐτὴ τί κάνουμε; Μὰ τὰ πάντα γιὰ τὴν εἰκόνα μας πρὸς τὰ ἔξω!
Κι ὄχι μόνο δὲν κάνουμε κάτι γιὰ τὸ μέσα, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἴδια μας τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ψυχή μας, ἀλλὰ τὰ θυσιάζουμε κιόλας αὐτὰ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τούτη τὴν εἰκόνα μας πρὸς τὰ ἔξω. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅλα μᾶς παρασύρουν στὸ νὰ μὴ ἐξετάζουμε καὶ νὰ μὴ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ βάθος τῶν πραγμάτων.
Ζοῦμε μόνο γιὰ τοὺς γύρω μας, γιὰ τὸ τί θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι γιὰ μᾶς. Ὁπότε «φαίνεσαι» πρὸς τὰ ἔξω ὅτι «εἶσαι» κάποιος, ὅταν οὐσιαστικὰ δὲν εἶσαι τίποτα!
* * *
Ἀλλʼ αὐτὸ δὲν εἶναι κι ἕνα ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ἁμαρτίας; Δηλαδή, νὰ κομπάζει καὶ νὰ δείχνει πὼς μονάχα αὐτὴ ὑπάρχει τάχα καὶ κανένας ἄλλος! Τῆς δὲ ἀρετῆς τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα εἶναι τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς! Ὅτι δηλαδὴ πὼς αὐτὴ δὲν ὑπάρχει! Εἴδατε ποτὲ ἕναν ἐνάρετο νὰ λέει πὼς εἶναι κάποιος σπουδαῖος; Μάλιστα ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ τὸ κάνει αὐτό, τότε πραγματικὰ μὲ τίποτα δὲν εἶναι. Τί διαφορὰ λοιπόν!
Ὁ Χριστὸς σὲ κανένα δὲν εἶπε «οὐαί», δηλαδὴ «ἀλλοίμονο». Οὔτε στοὺς τελῶνες οὔτε στὶς πόρνες οὔτε καὶ στὴν ὁποιοδήποτε ἄλλο ἁμαρτωλό. Μάλιστα σὲ ὅλους αὐτοὺς ἔδειξε ἰδιαίτερη συμπάθεια κι ἔφαγε μαζί τους. Καὶ ὅλους τοὺς μετέβαλε τὸ «εἶναι» καὶ τοὺς ἔκανε Ἁγίους. Ποῦ εἶπε τὰ τόσα «οὐαὶ» καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς μεταβάλλει; Μὰ στοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Γραμματεῖς. Γιατί; Ἐπειδὴ ἔξω «φαίνονταν» ὡραῖοι, δηλαδὴ ἅγιοι τάχα καὶ εὐσεβεῖς, ἐνῶ στὸ βάθος ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο! Ὑποκριτὲς ὅλοι τους...
Αὐτὴ δὲ ἡ κατάστασή τους, τοὺς ἐμπόδισε καὶ νὰ Τὸν προσεγγίσουν καὶ νὰ βελτιωθοῦν. Καὶ πῶς τοὺς παρομοίασε; Σὰν τοὺς καλλιμάρμαρους καὶ ὡραιότατους τάφους, ποὺ ἐξωτερικὰ μὲν εἶναι ὁλόλαμπροι, μέσα ὅμως; Ἀκριβῶς αὐτὸ κάνει καὶ ἡ ἐποχή μας ποικιλοτρόπως. Μᾶς αὐξάνει πολὺ τὴν ἐξωτερικὴ «ὡραιότητα» καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἐσωτερική μας σήψη! Κι ὅταν γνωρίσουμε καλύτερα ἕνα ἄνθρωπο, μὲ πολὺ θελκτικὴ ἐξωτερικὴ ὀμορφιά, πόσο ἀπογοητευόμαστε γιὰ τὸν ψεύτικο ἑαυτό, ποὺ ἔδειχνε καὶ μᾶς καταγοήτευε!
Καὶ τί παράξενο! Ὅλοι τοῦτοι, οἱ ἐξωτερικὰ ὡραῖοι, αὐτοὶ μὲ τὴν μεγάλη φήμη καὶ δόξα, ὅσο πιὸ πολὺ «φαίνονται» καὶ «ἀκούγονται», τόσο πιὸ ἄδειοι εἶναι! Συμβαίνει δηλαδὴ αὐτὸ ἀκριβῶς, ποὺ λέει ἡ παροιμία: «Οἱ ἄδειοι τενεκέδες κάνουν τὸν πολὺ θόρυβο, οἱ γεμάτοι κανένα»! Ὁπότε, ἐνεργώντας κανεὶς σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ αὐτή, κάνει τὰ πάντα γιὰ τὴν εἰκόνα του πρὸς τὰ ἔξω. Κι ὄχι μόνο δὲν κάνει κάτι γιὰ τὸ μέσα, δηλαδὴ τὴν ἴδια του τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ψυχή του, ἀλλὰ τὰ θυσιάζει κιόλας αὐτά, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τούτη τὴν εἰκόνα του πρὸς τὰ ἔξω!
Τονίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Δὲν θέλω πολλά, ἀλλὰ πολὺ νʼ ἀξίζω ὁ ἴδιος». Καὶ νὰ πῶς τὸ ἐξηγεῖ αὐτό. «Τί ἀξία ἔχει, ἂν ἔχεις πίθηκο, ἀνθρωπόμορφη ντροπή, μὲ τὸ λαιμὸ γεμάτο χρυσὰ περιδέραια; Γιατί τὰ στολίδια δὲν ἀλλάζουν τὴν κούφια καὶ γελοία ὄψη. Καὶ τί ἀξία ἔχει γιὰ τὸ γάϊδαρο νὰ σηκώνει δεκάδες χρυσάφι; Ὁ γάϊδαρος καὶ βουτηγμένος νὰ εἶναι στὸ χρυσάφι θὰ γκαρίζει πάλι. Οὔτε ἔχει ἀξία ξίφη καμωμένα ἀπὸ μολύβι νὰ τὰ κρύβεις σὲ ἀσημένιες θῆκες, ἀφοῦ εἶναι στὸν πόλεμο ἄχρηστα. Τέτοιος εἶναι ὁ θνητός, ὅταν ξεχωρίζει μόνο ἀπʼ ἔξω». Σοφότατο!
* * *
Τί νὰ πρωτοαναφέρει κανεὶς ὡς παράδειγμα; Τοὺς «στὰρ» ὅλων τῶν εἰδῶν, δηλαδὴ τῆς πολιτικῆς, τῆς μουσικῆς, τοῦ θεάτρου, τοῦ ἀθλητισμοῦ, τοῦ κινηματογράφου; Τὴν τόσο καλοστημένη παγίδα τῆς μόδας καὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὀμορφιᾶς; Ἢ τὸν «κόσμο» τοῦ διαδικτύου, ἰδιαίτερα δὲ τῆς λεγόμενης «κοινωνικῆς δικτύωσης»; Ἐκεῖ ὅλα τους καταλάμπουν, διακατέχονται ἀπὸ ἐξωπραγματικὴ ὡραιότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία μπορεῖ νὰ μὴ εἶναι καὶ τίποτε ἀπολύτως!
Μάλιστα στὴν λεγόμενη «κοινωνικὴ δικτύωση», γιὰ νὰ σταθοῦμε σ᾽ αὐτὴν λίγο, προβάλλεις ὅσο τίποτε ἄλλο τὸν ἑαυτό σου, τὸ πόσο σπουδαῖος εἶσαι, καὶ τὸ πόσο καλὰ περνᾶς, ὅταν ὄχι μόνο δὲν εἶσαι τίποτε, ἀλλ᾽ εἶσαι καὶ μοναχικός, καταθλιπτικὸς καὶ πνευματικὰ πολὺ πεσμένος!
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἠλεκτρονικοὺς «φίλους». Τὸ ὅλο «σύστημα» σὲ βοηθάει πολὺ στὴν παραγωγὴ πολλῶν, μὰ πάρα πολλῶν, προκειμένου νὰ φαίνεσαι ὅτι τάχα εἶσαι δημοφιλής, ὅτι δῆθεν ἔχεις μεγάλη κοινωνικὴ ἀξία, ἐκεῖ ποὺ γνωρίζεις πολὺ καλὰ πὼς δὲν ἔχεις κανένα φίλο πραγματικό! Πῶς φαίνεται ἀπʼ αὐτὸ πεντακάθαρα πὼς ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχει κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ «εἶναι», ἀλλ᾽ ὅλα γίνονται γιὰ τὸ «θεαθῆναι»!
Ἔγραψε κάποιος σὲ ἱστοσελίδα τοῦτα τὰ ὑπέροχα: «Δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω πῶς τὸ 90% τῶν χρηστῶν τοῦ διαδικτύου, ποὺ γνωρίζω, εἶναι ψαγμένοι, μορφωμένοι, ἰδεολόγοι, προβληματισμένοι, ὡραῖοι σὰν χαρακτῆρες, πρότυπα πολιτῶν (σύμφωνα πάντα μὲ ὅσα γράφουν) κι ὅταν περπατάω στοὺς δρόμους διαπιστώνω πὼς εἴμαστε ὅλοι ἕνα μάτσο χάλια»! Ἀκριβῶς σʼ αὐτὴ τὴν ἄθλια κατάσταση δὲν εἶναι στημένη ὅλη ἡ βιομηχανία τῆς ὀμορφιᾶς; Καλλιεργεῖ μ᾽ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο κι αὐτή, τούτη τὴν κυριαρχία τοῦ «φαίνεσθαι».
Ἀκόμη δὲ καὶ οἱ πωλήσεις τῶν πανάκριβων πολυτελῶν ἐπωνύμων προϊόντων μόδας καὶ ὀμορφιᾶς, ἐπ᾽ αὐτοῦ στηρίζονται. Γιατί οἱ περισσότεροι θέλουν νὰ «φαίνονται» ἀκόμη καὶ μὲ τὴν βαρύγδουπη ἐτικέτα τῆς μάρκας, ποὺ φοροῦν! Ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν γένει καταναλωτικὰ προϊόντα πῶς προωθοῦνται στὴν ἀγορά, μέσα ἀπὸ τὶς διάφορες διαφημιστικὲς καμπάνιες; Μὰ μὲ τὴν λογικὴ πὼς σὲ κάνουν «ξεχωριστὸ» ἀπὸ τοὺς ἄλλους!
Στὴν ἴδια βάση εἶναι χτισμένη καὶ ἡ ἐπιτυχία στὴ ζωή. Ἐπιτυχία δὲν εἶναι τὸ πνευματικό σου ἀνέβασμα, ἀλλὰ τὸ ἐξωτερικό σου «προφίλ». Τὸ σπίτι, τὸ αὐτοκίνητο, ἡ ἐνδυμασία, οἱ διασκεδάσεις σου... Τέτοια! Τί ματαιότητες! Τί κατάπτωση!

Παιδιά, θὰ τὸ πῶ καθαρὰ καὶ μὲ δυὸ λέξεις: Ὅσο θὰ δίνουμε βάση στὸ «φαίνεσθαι», τόσο θὰ χάνουμε στὸ «εἶναι». Σκεφτεῖτε το...

Saturday, August 4, 2018

Η Ελλάδα είναι σκεπασμένη με τους πάγους του υλισμού και της αθεΐας ( Γέροντας Αμφιλόχιος )

Η Ελλάδα μας, έλεγε ο Γέροντας Αμφιλόχιος, είναι σκεπασμένη με τους πάγους του υλισμού και της αθεΐας και καλούμαστε όλοι να συμβάλουμε στη διάλυση τους.
 Μόνο όταν φύγουν οι πάγοι αυτοί, θα μπορέσουμε να βρούμε και να χαρούμε ξανά τη γη εκείνη την πραγμα­τική, την όποια καλλιέργησαν αποστολικά άροτρα και την πότισαν αίματα Μαρτύρων και ιδρώτες Όσιων.
 Τότε μόνο ο νοητός ήλιος θα θερμάνει την ελληνική γη και αμέσως θα βλαστήσει, θα ανθίσει και θα καρποφορήσει, όπως και άλλοτε, προς δόξαν Θεού.
Γέροντας Αμφιλόχιος